- σφριγανός
- σφριγανόςplumpmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφριγανός — ή, όν, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σφριγηλός 2. ογκώδης, φουσκωμένος 3. (κατά τα Σχόλ. Απολλ. Ροδ.) «ἰσχυρός, στερεός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφριγῶ + επίθημα ανός (πρβλ. τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
σφριγανόν — σφριγανός plump masc acc sg σφριγανός plump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγανωτέρα — σφριγανωτέρᾱ , σφριγανός plump fem nom/voc/acc comp dual σφριγανωτέρᾱ , σφριγανός plump fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)